- ἐπανάβασιν
- ἐπανάβασιςsearch for higher principlesfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επανάβασις — ἐπανάβασις, η (Α) [επαναβαίνω] 1. ανέβασμα σε ψηλότερη βαθμίδα («τότε γνώσομαι τὴν ἱερωσύνην οὐκ ἀπόβασιν οὖσαν τῆς φιλοσοφίας ἀλλ ἐπανάβασιν», Συν.) 2. η αναζήτηση ύψιστων αρχών 3. (για σφυγμό) διαστολή … Dictionary of Greek